WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
act up vi phrasal | UK, informal (child: misbehave) | κάνω αταξίες, ατακτώ, δεν συμπεριφέρομαι σωστά ρ αμ |
| Why do children always wait to be in public to act up? |
| Γιατί τα παιδιά περιμένουν πάντα να βρεθούν σε δημόσιο χώρο για να κάνουν αταξίες; |
act up vi phrasal | informal (machine: malfunction) | δεν λειτουργώ σωστά, υπολειτουργώ ρ αμ |
| The TV is acting up, but I think it's just a loose wire. |
| Η τηλεόραση δεν λειτουργεί σωστά, αλλά νομίζω ότι είναι απλώς ένα καλώδιο που δεν κάνει επαφή. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
act up vi phrasal | UK (stand in for [sb] more senior) (κπ ανώτερό μου) | αντικαθιστώ ρ μ |
| | αναλαμβάνω το πόστο κπ έκφρ |
| Lily was asked to act up for the six months that her manager would be away. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: